σφράγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφράγισμα | τα | σφραγίσματα |
| γενική | του | σφραγίσματος | των | σφραγισμάτων |
| αιτιατική | το | σφράγισμα | τα | σφραγίσματα |
| κλητική | σφράγισμα | σφραγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σφράγισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφραγίζω
- η αποτύπωση μιας σφραγίδας σε έγγραφο
- το κλείσιμο ενός χώρου (π.χ. καταστήματος), έπειτα από δικαστική εντολή
- (οδοντιατρική) το γέμισμα με ειδικό υλικό της τρύπας ενός δοντιού καθώς και το υλικό αυτό
- το μπλοκάρισμα, η φραγή του τραπεζικού λογαριασμού εάν υπάρχει ακάλυπτο χρέος (π.χ. ακάλυπτη επιταγή) που δεν έχει πληρωθεί εντός συγκεκριμένου ημερολογιακού ορίου
Μεταφράσεις
σφράγισμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σφράγισμᾰ | τὰ | σφραγίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | σφραγίσμᾰτος | τῶν | σφραγισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | σφραγίσμᾰτῐ | τοῖς | σφραγίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | σφράγισμᾰ | τὰ | σφραγίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | σφράγισμᾰ | σφραγίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφραγίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σφραγισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- ἀντισφράγισμα
- ἀποσφράγισμα
- ἐκσφράγισμα
- ἐναπεσφραγισμένως
- σφραγισμός & σύνθετα
Πηγές
- σφράγισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφράγισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

