βουλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βουλώνω < βούλα

Ρήμα

βουλώνω

  1. (μεταβατικό) κλείνω στεγανά ένα δοχείο χρησιμοποιώντας ένα βούλωμα
  2. (μεταβατικό) γεμίζω ένα κενό χρησιμοποιώντας κάποιο υλικό
    ο μπογιατζής προσπαθούσε να βουλώσει με στόκο μια μεγάλη τρύπα
    • (μεταφορικά) προσπαθώ να αντιμετωπίσω κάποιες ανάγκες
    κάνουμε οικονομία για να βουλώσουμε καμιά τρύπα
  3. (αμετάβατο) για αγωγό που είναι φραγμένος σε κάποιο σημείο
    βούλωσε ο νεροχύτης και έφτασαν τα νερά στο διάδρομο
    βουλώνουν τα αφτιά μου: υπάρχει υγρό στον ακουστικό πόρο και δεν ακούω καλά
  4. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει εναντίον μου
    πρέπει να βουλώσουμε μερικά στόματα
  5. υβριστικό, αγενές) σταματάω να μιλάω, σωπαίνω, σκάω, βγάζω το σκασμό (με την αντωνυμία «το» εννοείται το «στόμα»)
    θα το βουλώσεις επιτέλους;

Συγγενικά

Κλίση

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.