βουλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βουλώνω < βούλα
Ρήμα
βουλώνω
- (μεταβατικό) κλείνω στεγανά ένα δοχείο χρησιμοποιώντας ένα βούλωμα
- (μεταβατικό) γεμίζω ένα κενό χρησιμοποιώντας κάποιο υλικό
- ↪ ο μπογιατζής προσπαθούσε να βουλώσει με στόκο μια μεγάλη τρύπα
- (μεταφορικά) προσπαθώ να αντιμετωπίσω κάποιες ανάγκες
- ↪ κάνουμε οικονομία για να βουλώσουμε καμιά τρύπα
- (αμετάβατο) για αγωγό που είναι φραγμένος σε κάποιο σημείο
- ↪ βούλωσε ο νεροχύτης και έφτασαν τα νερά στο διάδρομο
- ↪ βουλώνουν τα αφτιά μου: υπάρχει υγρό στον ακουστικό πόρο και δεν ακούω καλά
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει εναντίον μου
- πρέπει να βουλώσουμε μερικά στόματα
- υβριστικό, αγενές) σταματάω να μιλάω, σωπαίνω, σκάω, βγάζω το σκασμό (με την αντωνυμία «το» εννοείται το «στόμα»)
- ↪ θα το βουλώσεις επιτέλους;
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βουλώνω | βούλωνα | θα βουλώνω | να βουλώνω | βουλώνοντας | |
| β' ενικ. | βουλώνεις | βούλωνες | θα βουλώνεις | να βουλώνεις | βούλωνε | |
| γ' ενικ. | βουλώνει | βούλωνε | θα βουλώνει | να βουλώνει | ||
| α' πληθ. | βουλώνουμε | βουλώναμε | θα βουλώνουμε | να βουλώνουμε | ||
| β' πληθ. | βουλώνετε | βουλώνατε | θα βουλώνετε | να βουλώνετε | βουλώνετε | |
| γ' πληθ. | βουλώνουν(ε) | βούλωναν βουλώναν(ε) |
θα βουλώνουν(ε) | να βουλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βούλωσα | θα βουλώσω | να βουλώσω | βουλώσει | ||
| β' ενικ. | βούλωσες | θα βουλώσεις | να βουλώσεις | βούλωσε | ||
| γ' ενικ. | βούλωσε | θα βουλώσει | να βουλώσει | |||
| α' πληθ. | βουλώσαμε | θα βουλώσουμε | να βουλώσουμε | |||
| β' πληθ. | βουλώσατε | θα βουλώσετε | να βουλώσετε | βουλώστε | ||
| γ' πληθ. | βούλωσαν βουλώσαν(ε) |
θα βουλώσουν(ε) | να βουλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βουλώσει | είχα βουλώσει | θα έχω βουλώσει | να έχω βουλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βουλώσει | είχες βουλώσει | θα έχεις βουλώσει | να έχεις βουλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βουλώσει | είχε βουλώσει | θα έχει βουλώσει | να έχει βουλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βουλώσει | είχαμε βουλώσει | θα έχουμε βουλώσει | να έχουμε βουλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βουλώσει | είχατε βουλώσει | θα έχετε βουλώσει | να έχετε βουλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βουλώσει | είχαν βουλώσει | θα έχουν βουλώσει | να έχουν βουλώσει |
| |
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.