χρυσόβουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρυσόβουλο | τα | χρυσόβουλα |
| γενική | του | χρυσόβουλου | των | χρυσόβουλων |
| αιτιατική | το | χρυσόβουλο | τα | χρυσόβουλα |
| κλητική | χρυσόβουλο | χρυσόβουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσόβουλο < μεσαιωνική ελληνική χρυσόβουλλον < χρυσο- + βούλλα/βούλα
- Γράφεται με ένα λ, καθώς έχει απλοποιηθεί ορθογραφικά
Ουσιαστικό
χρυσόβουλο ουδέτερο
- (ιστορία) διάταγμα που το υπογράφει ο βυζαντινός αυτοκράτορας με χρυσά γράμματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.