αναγνωρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναγνωρίζω < αρχαία ελληνική ἀναγνωρίζω < ἀνά + γνωρίζω

Ρήμα

αναγνωρίζω

  1. ταυτίζω κάτι ή κάποιον που βλέπω με κάτι ή κάποιον που γνωρίζω από παλιά
    μετά από τόσα χρόνια που είχα να τον δω, δεν μπόρεσα να τον αναγνωρίσω
  2. διαπιστώνω οπτικά την ταυτότητα προσώπου ή αντικειμένου και έτσι αυτό παύει να είναι άγνωστο
    οι συγγενείς κλήθηκαν από την αστυνομία για να αναγνωρίσουν το πτώμα
  3. ...
    τα αεροσκάφη αναγνώρισαν τους στόχους τους
  4. παραδέχομαι
    αναγνωρίζω τα λάθη μου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.