ξεβουλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεβουλώνω < ξε- + βουλώνω

Ρήμα

ξεβουλώνω

  1. αφαιρώ το βούλωμα
  2. αφαιρώ το πώμα
  3. (για σιφόνια, νεροχύτες, νυπτήρες, μπανιέρες και γενικά για την αποχέτευση) αφαιρώ με ειδική τρόμπα τα ξένα σώματα που στουμπώνονται κατά καιρούς μέσα στους σωλήνες και τους φράζουν

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.