ορθογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθογραφικός η ορθογραφική το ορθογραφικό
      γενική του ορθογραφικού της ορθογραφικής του ορθογραφικού
    αιτιατική τον ορθογραφικό την ορθογραφική το ορθογραφικό
     κλητική ορθογραφικέ ορθογραφική ορθογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθογραφικοί οι ορθογραφικές τα ορθογραφικά
      γενική των ορθογραφικών των ορθογραφικών των ορθογραφικών
    αιτιατική τους ορθογραφικούς τις ορθογραφικές τα ορθογραφικά
     κλητική ορθογραφικοί ορθογραφικές ορθογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορθογραφικός < ελληνιστική κοινή ὀρθογραφικός[1] < ὀρθογραφία < αρχαία ελληνική ὀρθός + γράφω

Επίθετο

ορθογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.