ορθογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθογραφικός | η | ορθογραφική | το | ορθογραφικό |
| γενική | του | ορθογραφικού | της | ορθογραφικής | του | ορθογραφικού |
| αιτιατική | τον | ορθογραφικό | την | ορθογραφική | το | ορθογραφικό |
| κλητική | ορθογραφικέ | ορθογραφική | ορθογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθογραφικοί | οι | ορθογραφικές | τα | ορθογραφικά |
| γενική | των | ορθογραφικών | των | ορθογραφικών | των | ορθογραφικών |
| αιτιατική | τους | ορθογραφικούς | τις | ορθογραφικές | τα | ορθογραφικά |
| κλητική | ορθογραφικοί | ορθογραφικές | ορθογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορθογραφικός < ελληνιστική κοινή ὀρθογραφικός[1] < ὀρθογραφία < αρχαία ελληνική ὀρθός + γράφω
Μεταφράσεις
ορθογραφικός
- ορθογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.