βουλοκέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουλοκέρι | τα | βουλοκέρια |
| γενική | του | βουλοκεριού | των | βουλοκεριών |
| αιτιατική | το | βουλοκέρι | τα | βουλοκέρια |
| κλητική | βουλοκέρι | βουλοκέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

.JPG.webp)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.loˈce.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐λο‐κέ‐ρι
Ουσιαστικό
βουλοκέρι ουδέτερο
Συνώνυμα
-
βουλοκέρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.