χώρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χώρα οι χώρες
      γενική της χώρας των χωρών
    αιτιατική τη χώρα τις χώρες
     κλητική χώρα χώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χώρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χώρα
(ιατρική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική région[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χώρα
παρώνυμο: χωρά

Ουσιαστικό

χώρα θηλυκό

  1. (ιστορία) οι αγροτικές περιοχές μιας πόλης-κράτους, η ύπαιθρος, σε αντίθεση προς το άστυ
  2. τόπος που κατοικείται από ένα συγκεκριμένο λαό, η πατρίδα
  3. κράτος, κρατική οντότητα
    Άνοιξαν τα σύνορα με τη γειτονική μας χώρα.
  4. (για πολλά νησιά) ορεινή πρωτεύουσα του νησιού, εκεί που ήταν συνήθως το κάστρο του και η έδρα της ηγεσίας
    Μόνο στη χώρα μπορείς να το βρεις αυτό.
  5. (ιατρική) περιοχή του ανθρώπινου σώματος
    ηβική χώρα, κροταφική χώρα

Εκφράσεις

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χώρος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χώρ αἱ χῶραι
      γενική τῆς χώρᾱς τῶν χωρῶν
      δοτική τῇ χώρ ταῖς χώραις
    αιτιατική τὴν χώρᾱν τὰς χώρᾱς
     κλητική ! χώρ χῶραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χώρ
γεν-δοτ τοῖν  χώραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χώρα < είτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος), είτε||  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χώρα θηλυκό

  1. χώρος
  2. τόπος
  3. θέση
  4. έκταση γης
  5. κτήμα
  6. πατρίδα
  7. εξοχή, αγρός
  8. (κατ’ επέκταση) αξίωμα, τιμή
  9. κατάσταση

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

 και δείτε τη λέξη χῶρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.