αξίωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αξίωμα | τα | αξιώματα |
| γενική | του | αξιώματος | των | αξιωμάτων |
| αιτιατική | το | αξίωμα | τα | αξιώματα |
| κλητική | αξίωμα | αξιώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξίωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξίωμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈksi.o.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξί‐ω‐μα
Ουσιαστικό
αξίωμα ουδέτερο
- θέση σε ιεραρχία, συνήθως όχι η κατώτερη
- (φιλοσοφία, λογική, μαθηματικά) πρόταση η οποία δεν αποδεικνύεται αλλά τη δεχόμαστε σαν αληθινή (έχει αληθοτιμή 'Αληθές')[1][2]
- υπερώνυμο: λογική πρόταση
- (λογική) θεώρημα, ορισμός
-
αξίωμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λογική, μαθηματικά, φιλοσοφία
Αναφορές
- Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 34. Προσπέλαση 2020-02-28
- (Αγγλικά) Weisstein, Eric W. "Axiom" From MathWorld. Προσπέλαση 2020-02-29
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.