Νεοχωρίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νεοχωρίτισσα οι Νεοχωρίτισσες
      γενική της Νεοχωρίτισσας των Νεοχωριτισσών
    αιτιατική τη Νεοχωρίτισσα τις Νεοχωρίτισσες
     κλητική Νεοχωρίτισσα Νεοχωρίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νεοχωρίτισσα < Νεοχωρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.o.xoˈɾi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νεοχωρίτισσα

Κύριο όνομα

Νεοχωρίτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) εκείνη που κατάγεται από το Νεοχώρι ή κατοικεί εκεί
  2. (πατριδωνυμικό) αυτή που διαμένει στη Νέα Χώρα Χανίων ή γεννήθηκε εκεί
     συνώνυμα: Καινουργιοχωρίτισσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Νεοχωρίτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.