ηγεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηγεσία | οι | ηγεσίες |
| γενική | της | ηγεσίας | των | ηγεσιών |
| αιτιατική | την | ηγεσία | τις | ηγεσίες |
| κλητική | ηγεσία | ηγεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηγεσία < (ελληνιστική κοινή) ἡγεσία < ἡγέομαι/ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂g-
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ʝeˈsi.a/
Ουσιαστικό
ηγεσία θηλυκό
- η άσκηση της εξουσίας
- (συνεκδοχικά) το σύνολο αυτών που ασκούν την εξουσία ή πρωτοπορούν σε κάποιο τομέα
- παρίσταται η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας
Μεταφράσεις
ηγεσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.