έδρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έδρα | οι | έδρες |
| γενική | της | έδρας | των | εδρών |
| αιτιατική | την | έδρα | τις | έδρες |
| κλητική | έδρα | έδρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕδρα (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-)
- για τη σημασία «έδρα οργανισμού» < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική siège [1][2]

Δάσκαλος στην έδρα του.

Κύβος με την πάνω έδρα του χρωματισμένη.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐δρα
Ουσιαστικό
έδρα θηλυκό
- το κάθισμα, η θέση, η βάση
- το γραφείο του δασκάλου στη σχολική αίθουσα
- το επίκεντρο
- ↪ Πολλοί θεωρούν την καρδιά ως την ἐδρα των συναισθημάτων.
- (βουλή) η κατοχή της βουλευτικής ιδιότητας
- ↪ Μετά τις καταγγελίες εναντίον του έχασε τη βουλευτική έδρα του.
- (αθλητισμός) το γήπεδο που ανήκει σε μια ομάδα
- (οργανισμοί) η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κλπ
- → δείτε Αγία Έδρα το Βατικανό
- (γεωμετρία) κάθε μια από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού σώματος
- ↪ ο κύβος έχει έξι έδρες
- (ανατομία, ανθρώπινο σώμα) ο πρωκτός
- (μηχανολογία) το σημείο στήριξης μηχανικών μερών
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
εδρ-
εδρ-
- -εδρος, -εδρο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -εδρο στο Βικιλεξικό όπως τα σχήματα τετράεδρος, τετράεδρο
και
- ανεδραίρωτος
- εδράζω, εδράζομαι
- εδραίος
- εδραιότητα
- εδραίωμα
- εδραιωμένος
- εδραιώνω, εδραιώνομαι
- εδραίωση
- εδραιωτικός
- έδρανο
- εδρανοκρουσία
- εδρεύω
- εδρικός & σύνθετα
- εδροσυρίγγιο
- εξέδρα
- ενέδρα
- ενέδραση
- ενεδρευτικά (επίρρημα)
- ενεδρευτικός
- ενεδρεύω
- έφεδρος & συγγενικά
- ισόεδρος
- καθέδρα
- καθεδρικός
- κατοικοεδρεύω
- πάρεδρος
- πρόεδρος & συγγενικά
- πρωτοκαθεδρία
- συνέδριο & συγγενικά
Μεταφράσεις
έδρα
κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού
Αναφορές
- έδρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έδρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.