χώρος
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χώρος | οι | χώροι |
| γενική | του | χώρου | των | χώρων |
| αιτιατική | τον | χώρο | τους | χώρους |
| κλητική | χώρε | χώροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χώρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χῶρος (δείτε και χώρα)
- για τον επαγγελματικό χώρο & μεταφορικές σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική espace ή από την αγγλική domain
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χώ‐ρος
- τονικό παρώνυμο: χορός
Ουσιαστικό
χώρος αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
χωρο-
χωρο-
- χωρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χωρο- στο Βικιλεξικό
επίσης (δείτε και τα σύνθετα και συγγενικά τους):
Μεταφράσεις
Πηγές
- χώρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χώρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.