χώρος

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χώρος οι χώροι
      γενική του χώρου των χώρων
    αιτιατική τον χώρο τους χώρους
     κλητική χώρε χώροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χώρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χῶρος (δείτε και χώρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χώρος
τονικό παρώνυμο: χορός

Ουσιαστικό

χώρος αρσενικό

  1. ο κενός ή διαθέσιμος τόπος
  2. οποιαδήποτε τρισδιάστατη έκταση
  3. τόπος για συγκεκριμένη χρήση, όπως κτιριο, δωμάτιο, οικόπεδο κ.λπ
  4. (γενικότερα) ο τόπος όπου κάτι ζει, υπάρχει ή διεξάγεται
  5. (γεωμετρία) το τρισδιάστατο σύστημα αναφοράς που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η θέση ενός σημείου

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χωρο- 
  • χωρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χωρο- στο Βικιλεξικό

επίσης (δείτε και τα σύνθετα και συγγενικά τους):

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.