land

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
land lands

land (en)

  • (μη μετρήσιμο) η γη, η ξηρά, το έδαφος, το χώμα, το τμήμα της επιφάνειας της Γης που δεν καλύπτεται με νερό
    I am traveling over land and sea.
    Ταξιδεύω σε ξηρά και σε θάλασσα.

Ρήμα

ενεστώτας land
γ΄ ενικό ενεστώτα lands
αόριστος landed
παθητική μετοχή landed
ενεργητική μετοχή landing

land (en)

  1. (μεταβατικό) προσγειώνω
  2. (αμετάβατο) προσγειώνομαι

Συγγενικά

Εκφράσεις

Πηγές



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

land (da)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

land (no)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

land (nl)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά
  3. η εξοχή
  4. ο αγρός



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

land (sv)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.