Land
Αλβανικά (sq)
Ετυμολογία
- Land < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | das | Land | die | Länder |
| γενική | des | Landes Lands |
der | Länder |
| δοτική | dem | Land Lande |
den | Ländern |
| αιτιατική | das | Land | die | Länder |
Προφορά
- ⓘ
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Land < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Land < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Land < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.