Νεοχωρίτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.o.xoˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νε‐ο‐χω‐ρί‐της
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νεοχωρίτης | οι | Νεοχωρίτες |
| γενική | του | Νεοχωρίτη | των | Νεοχωριτών |
| αιτιατική | τον | Νεοχωρίτη | τους | Νεοχωρίτες |
| κλητική | Νεοχωρίτη | Νεοχωρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Νεοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Νεοχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Νεοχώρι ή κατοικεί εκεί
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί στη Νέα Χώρα Χανίων ή γεννήθηκε εκεί
- ※ Κάποτε το μεσημβρινό τμήμα της Καινούργιας Χώρας δεν ξεχώριζε από τον κάμπο των Χανίων. Ήταν συνέχειά του. Ο κάμπος και οι ευωδιές του έχουν χαθεί πια για τους Νεοχωρίτες, ενώ περιορισμένη είναι η θέα προς τα αγέραστα Λευκά Όρη […].
- Αργυρώ Μαυρεδάκη, «Τα όρια», στο: Γιώργος Πιτσιτάκης, Αργ. Μαυρεδάκη & Γιάννης Καλογεράκης (επιμ.), Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα (Χανιά: Δήμος Χανίων, 2012, ISBN 978-960-89099-1-5), σ. 8.
- ≈ συνώνυμα: Καινουργιοχωρίτης
- ※ Κάποτε το μεσημβρινό τμήμα της Καινούργιας Χώρας δεν ξεχώριζε από τον κάμπο των Χανίων. Ήταν συνέχειά του. Ο κάμπος και οι ευωδιές του έχουν χαθεί πια για τους Νεοχωρίτες, ενώ περιορισμένη είναι η θέα προς τα αγέραστα Λευκά Όρη […].
Συγγενικά
- Νέα Χώρα
- Νεοχώρι
- Νεοχωρίτης (επώνυμο)
- νεοχωρίτικος
Μεταφράσεις
Νεοχωρίτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νεοχωρίτης | οι | Νεοχωρίτηδες |
| γενική | του | Νεοχωρίτη* | των | Νεοχωρίτηδων |
| αιτιατική | τον | Νεοχωρίτη | τους | Νεοχωρίτηδες |
| κλητική | Νεοχωρίτη | Νεοχωρίτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Νεοχωρίτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Νεοχωρίτης < πατριδωνυμικό Νεοχωρίτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Neochoritis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.