χωρατό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χωρατό | τα | χωρατά |
| γενική | του | χωρατού | των | χωρατών |
| αιτιατική | το | χωρατό | τα | χωρατά |
| κλητική | χωρατό | χωρατά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωρατό < χωρατεύω + -ό (αναδρομικός σχηματισμός) < χωραϊτεύω < χωραΐτης < χώρα
Παράγωγα
- χωρατατζής
- χωρατεύω
- → δείτε τη λέξη χώρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.