bro
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| bro | bros |
Ετυμολογία
- bro < περικοπή του brother
Ουσιαστικό
bro (en) (αργκό)
- (κυριολεκτικά) ο αδελφός
- (προσφώνηση, μεταφορικά) αδελφός, ως φιλική προσφώνηση για άτομο με το οποίο υπάρχει στενή, συντροφική σχέση, αποδοχή κοινών ιδεών και ιδανικών, ή τρόπου ζωής
- Bros.
Βρετονικά (br)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.