ορεινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορεινός η ορεινή το ορεινό
      γενική του ορεινού της ορεινής του ορεινού
    αιτιατική τον ορεινό την ορεινή το ορεινό
     κλητική ορεινέ ορεινή ορεινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορεινοί οι ορεινές τα ορεινά
      γενική των ορεινών των ορεινών των ορεινών
    αιτιατική τους ορεινούς τις ορεινές τα ορεινά
     κλητική ορεινοί ορεινές ορεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορεινός < αρχαία ελληνική ὀρεινός < ὄρος

Επίθετο

ορεινός -ή, -ό

  1. που προέρχεται από βουνό
  2. που σχετίζεται με βουνό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.