εγκαταλειμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκαταλειμμένος | η | εγκαταλειμμένη | το | εγκαταλειμμένο |
| γενική | του | εγκαταλειμμένου | της | εγκαταλειμμένης | του | εγκαταλειμμένου |
| αιτιατική | τον | εγκαταλειμμένο | την | εγκαταλειμμένη | το | εγκαταλειμμένο |
| κλητική | εγκαταλειμμένε | εγκαταλειμμένη | εγκαταλειμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκαταλειμμένοι | οι | εγκαταλειμμένες | τα | εγκαταλειμμένα |
| γενική | των | εγκαταλειμμένων | των | εγκαταλειμμένων | των | εγκαταλειμμένων |
| αιτιατική | τους | εγκαταλειμμένους | τις | εγκαταλειμμένες | τα | εγκαταλειμμένα |
| κλητική | εγκαταλειμμένοι | εγκαταλειμμένες | εγκαταλειμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκαταλειμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκαταλείπω, εγκαταλείπομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.