χωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χωρώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρῶ, συνηρημένος τύπος του χωρέω < χῶρος. Δείτε και χωράω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χωράω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ρώ
- ομόηχο: χορό
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.