εξοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξοχή οι εξοχές
      γενική της εξοχής των εξοχών
    αιτιατική την εξοχή τις εξοχές
     κλητική εξοχή εξοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξοχή < αρχαία ελληνική ἐξοχή < ἐξέχω

Ουσιαστικό

εξοχή θηλυκό

  1. το μέρος ενός σώματος που εξέχει, που προβάλλει προς τα έξω και ξεπερνά το γενικό περίγραμμά του
     συνώνυμα: προεξοχή
     αντώνυμα: εσοχή
  2. τοποθεσία έξω από τις κατοικημένες περιοχές
     συνώνυμα: ύπαιθρος
    βγήκαμε από το χωριό και περπατήσαμε για καμιά ώρα στην εξοχή
    του άρεσε να βγαίνει στις εξοχές και να ζωγραφίζει τη φύση

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.