εξοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξοχή | οι | εξοχές |
| γενική | της | εξοχής | των | εξοχών |
| αιτιατική | την | εξοχή | τις | εξοχές |
| κλητική | εξοχή | εξοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξοχή < αρχαία ελληνική ἐξοχή < ἐξέχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.