αγελάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγελάδα οι αγελάδες
      γενική της αγελάδας των αγελάδων
    αιτιατική την αγελάδα τις αγελάδες
     κλητική αγελάδα αγελάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγελάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγελάδα < (ελληνιστική κοινή) ἀγελάς < ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ʝeˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγελάδα

Ουσιαστικό

αγελάδα θηλυκό και γελάδα

Μια αγελάδα (1)
ένα κοπάδι αγελάδες (1)
  1. (θηλαστικό ζώο) μεγαλόσωμο μηρυκαστικό, θηλαστικό, το οποίο που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το γάλα του, το θηλυκό του βοδιού
  2. (μεταφορικά) παχύσαρκη γυναίκα

Εκφράσεις

  • η εποχή / η περίοδος των ισχνών αγελάδων: περίοδος φτώχιας
  • η εποχή / η περίοδος των παχιών αγελάδων: περίοδος πλούτου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.