αγελαδινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγελαδινός η αγελαδινή το αγελαδινό
      γενική του αγελαδινού της αγελαδινής του αγελαδινού
    αιτιατική τον αγελαδινό την αγελαδινή το αγελαδινό
     κλητική αγελαδινέ αγελαδινή αγελαδινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγελαδινοί οι αγελαδινές τα αγελαδινά
      γενική των αγελαδινών των αγελαδινών των αγελαδινών
    αιτιατική τους αγελαδινούς τις αγελαδινές τα αγελαδινά
     κλητική αγελαδινοί αγελαδινές αγελαδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγελαδινός < αγελάδ(α) + -ινός

Επίθετο

αγελαδινός, -ή, -ό

  1. που προέρχεται από αγελάδα
    αγελαδινό γάλα
  2. που σχετίζεται με αγελάδα
    αγελαδινό βλέμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.