γελάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γελάδα οι γελάδες
      γενική της γελάδας των γελάδων
    αιτιατική τη γελάδα τις γελάδες
     κλητική γελάδα γελάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γελάδα < αγελάδα, χωρίς το αρχικό άτονο φωνήεν

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝeˈla.ða/

Ουσιαστικό

γελάδα θηλυκό

  1. η αγελάδα
  2. (μεταφορικά) ανόητη γυναίκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.