θηλαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θηλαστικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (θηλαστικό) του θηλαστικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
θηλαστικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θηλαστικό
Μεταφράσεις
θηλαστικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.