κιργιζικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κιργιζικά | ||
| γενική | των | κιργιζικών | ||
| αιτιατική | τα | κιργιζικά | ||
| κλητική | κιργιζικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιργιζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κιργιζικός στον πληθυντικό < αγγλικά Kyrgyz / Kirghiz < παλαιά τουρκικά kırk (σαράντα) + uz (φυλή)
Ουσιαστικό
κιργιζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: ky
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Κιργιστάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.