αγελαδάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγελαδάρης | οι | αγελαδάρηδες |
| γενική | του | αγελαδάρη | των | αγελαδάρηδων |
| αιτιατική | τον | αγελαδάρη | τους | αγελαδάρηδες |
| κλητική | αγελαδάρη | αγελαδάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγελαδάρης < αγελάδα + -άρης
Ουσιαστικό
αγελαδάρης αρσενικό (θηλυκό αγελαδάρισσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.