μηρυκαστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μηρυκαστικά < μηρυκαστικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

Ουσιαστικό

μηρυκαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (βιολογία) λέγεται για τα θηλαστικά ζώα που αναμασούν την τροφή τους
τα βοοειδή, τα πρόβατα και τα αιγοειδή είναι μηρυκαστικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μηρυκαστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.