βόδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βόδι | τα | βόδια |
| γενική | του | βοδιού | των | βοδιών |
| αιτιατική | το | βόδι | τα | βόδια |
| κλητική | βόδι | βόδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα βόδι
Ετυμολογία
- βόδι < μεσαιωνική ελληνική βόδι(ν) / βόιδι(ο)ν < ελληνιστική κοινή βοΐδιον < αρχαία ελληνική βοῦς < πρωτοελληνική *gʷous < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷōus
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvo.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐δι
Ουσιαστικό
βόδι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) μηρυκαστικό κατοικίδιο ζώο μεγάλου μεγέθους που εκτρέφεται για το κρέας ή/και το γάλα του. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν στις αγροτικές εργασίες
- το αρσενικό βόδι που ευνουχίστηκε σε νεαρή ηλικία με σκοπό την καλύτερη πάχυνση κι εργασία
- (μεταφορικά) ο δυσκίνητος και νωθρός άνθρωπος, που, λόγω της μεγάλης σωματικής του διάπλασης, δε χαρακτηρίζεται από σβελτάδα
- (μεταφορικά), (μειωτικά) ο ευτραφής
- (μεταφορικά) ο άξεστος, ο αγενής, ο αδιάκριτος
- (μεταφορικά) ο βραδύνους, ο ανόητος, ο βλάκας
Εκφράσεις
Συνώνυμα
- βούδι
- βούι
- βούιδι
- βοδίτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.