αρχαιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιολογία οι αρχαιολογίες
      γενική της αρχαιολογίας των αρχαιολογιών
    αιτιατική την αρχαιολογία τις αρχαιολογίες
     κλητική αρχαιολογία αρχαιολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχαιολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρχαιολογία (σύγγραμμα με παλιές ιστορίες) < ἀρχαῖο(ς) + αρχαιο- + -λογία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική archéologie
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχαιολογία

Ουσιαστικό

αρχαιολογία θηλυκό

  1. (επιστήμη) που ερευνεί καθετί σχετικό με τους αρχαίους χρόνους, σε σχέση με ό,τι διασώθηκε από τις παλαιότερες εποχές
      Η αρχαιολογία στην Ελλάδα -και γενικότερα- αναπτύσσεται σαν επιστήμη τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας και της συγκρότησης του εθνικού κράτους, δηλαδή στο πλαίσιο της ιδεολογίας και των πρακτικών της δυτικής νεωτερικότητας. Πρόκειται, λοιπόν, για τη νεωτερική αρχαιολογία. Πιστεύω, όμως, ότι μπορούμε να μιλήσουμε και γι' αυτό που έχω ονομάσει προνεωτερικές αρχαιολογίες: δηλαδή πρακτικές και αφηγήσεις που αφορούν τις αρχαιότητες, από ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες πριν από την εδραίωση της αρχαιολογίας ως νεωτερικής επιστήμης. (εφ. Ελευθεροτυπία, 10/7/2010)
  2. (μεταφορικά)
    1. πρόσωπο προχωρημένης ηλικίας, με απαρχαιωμένες αντιλήψεις
    2. πολύ παλιό αντικείμενο
       συνώνυμα: παλιατσούρα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αρχαίος, αρχή και λέγω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.