βαθμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαθμολόγηση | οι | βαθμολογήσεις |
| γενική | της | βαθμολόγησης* | των | βαθμολογήσεων |
| αιτιατική | τη | βαθμολόγηση | τις | βαθμολογήσεις |
| κλητική | βαθμολόγηση | βαθμολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βαθμολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.θmoˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μο‐λό‐γη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : βα‐θμο‐λό‐γη‐ση
Ουσιαστικό
βαθμολόγηση θηλυκό
- η αξιολόγηση με βαθμούς και η ένταξη σε μια κλίμακα ανάλογα με τους βαθμούς που έχουν αποδοθεί
- η ειδική σήμανση με βαθμούς ενός αντικειμένου, ώστε να χρησιμοποιείται σε μετρήσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.