βαθμολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμολόγηση οι βαθμολογήσεις
      γενική της βαθμολόγησης* των βαθμολογήσεων
    αιτιατική τη βαθμολόγηση τις βαθμολογήσεις
     κλητική βαθμολόγηση βαθμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαθμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμολόγηση < (βαθμολογώ) βαθμ(ός) + -ο- + -λόγηση

Προφορά

ΔΦΑ : /va.θmoˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαθμολόγηση
παλιότερος συλλαβισμός: βαθμολόγηση

Ουσιαστικό

βαθμολόγηση θηλυκό

  1. η αξιολόγηση με βαθμούς και η ένταξη σε μια κλίμακα ανάλογα με τους βαθμούς που έχουν αποδοθεί
  2. η ειδική σήμανση με βαθμούς ενός αντικειμένου, ώστε να χρησιμοποιείται σε μετρήσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.