hoc
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
hoc (la) (δεικτική αντωνυμία)
- αφαιρετική ενικού, αρσενικού γένους του hic
- ονομαστική, αιτιατική και αφαιρετική ενικού, ουδέτερου γένους του hic
Κλίση
| ενικός | πληθυντικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | hic | haec | hōc | hī | hae | haec |
| γενική | hūiŭs | hūiŭs | hūiŭs | hōrum | hārum | hōrum |
| δοτική | hŭīc | hŭīc | hŭīc | hīs | hīs | hīs |
| αιτιατική | hunc | hanc | hōc | hōs | hās | haec |
| κλητική | - | - | - | - | - | - |
| αφαιρετική | hōc | hāc | hōc | hīs | hīs | hīs |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.