hoc

Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

hoc (la) (δεικτική αντωνυμία)

  1. αφαιρετική ενικού, αρσενικού γένους του hic
  2. ονομαστική, αιτιατική και αφαιρετική ενικού, ουδέτερου γένους του hic

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική hic haec hōc hae haec
γενική hūiŭs hūiŭs hūiŭs hōrum hārum hōrum
δοτική hŭīc hŭīc hŭīc hīs hīs hīs
αιτιατική hunc hanc hōc hōs hās haec
κλητική - - - - - -
αφαιρετική hōc hāc hōc hīs hīs hīs
(δεικτικές αντωνυμίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.