μελέτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μελέτη | οι | μελέτες |
| γενική | της | μελέτης | των | μελετών |
| αιτιατική | τη | μελέτη | τις | μελέτες |
| κλητική | μελέτη | μελέτες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελέτη < αρχαία ελληνική μελέτη
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈle.ti/
Ουσιαστικό
μελέτη θηλυκό
- η πνευματική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο γνώσης
- η μελέτη του ουράνιου τόξου
- (συνεκδοχικά) το πόρισμα μιας έρευνας
- κατάφερε να δημοσιεύσει τη μελέτη του για το ουράνιο τόξο
- προσεκτικό και συστηματικό διάβασμα με στόχο την εκμάθηση ή στην κατανόηση ενός αντικειμένου
- έχει αφοσιωθεί στη μελέτη για το αυριανό διαγώνισμα
- (ειδικότερα) ο σχεδιασμός και οι επιστημονικές έρευνες πριν εκτελεστεί μια εργασία
- μελέτη για την κατασκευή θερμοκηπίου
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
μελέτη < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.