μελέτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελέτη οι μελέτες
      γενική της μελέτης των μελετών
    αιτιατική τη μελέτη τις μελέτες
     κλητική μελέτη μελέτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελέτη < αρχαία ελληνική μελέτη

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈle.ti/

Ουσιαστικό

μελέτη θηλυκό

  1. η πνευματική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο γνώσης
    η μελέτη του ουράνιου τόξου
  2. (συνεκδοχικά) το πόρισμα μιας έρευνας
    κατάφερε να δημοσιεύσει τη μελέτη του για το ουράνιο τόξο
  3. προσεκτικό και συστηματικό διάβασμα με στόχο την εκμάθηση ή στην κατανόηση ενός αντικειμένου
    έχει αφοσιωθεί στη μελέτη για το αυριανό διαγώνισμα
  4. (ειδικότερα) ο σχεδιασμός και οι επιστημονικές έρευνες πριν εκτελεστεί μια εργασία
    μελέτη για την κατασκευή θερμοκηπίου

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μελέτη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μελέτη θηλυκό

  1. φροντίδα
  2. περιποίηση
  3. άσκηση, εξάσκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.