θεολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεολογία | οι | θεολογίες |
| γενική | της | θεολογίας | των | θεολογιών |
| αιτιατική | τη | θεολογία | τις | θεολογίες |
| κλητική | θεολογία | θεολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεολογία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
θεολογία θηλυκό
Αναφορές
- θεολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.