θεολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεολογία οι θεολογίες
      γενική της θεολογίας των θεολογιών
    αιτιατική τη θεολογία τις θεολογίες
     κλητική θεολογία θεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεολογία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεολογία

Ουσιαστικό

θεολογία θηλυκό

  1. η επιστήμη που μελετά και ερμηνεύει τα ιερά κείμενα μιας θρησκείας ή την ιστορία των θρησκειών
  2. σύνολο αντιλήψεων περί του θείου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.