ψευδολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψευδολογώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδολογῶ, συνηρημένος τύπος του ψευδολογέω [1]

Ρήμα

ψευδολογώ

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψεύδος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.