βαθμολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαθμολογία | οι | βαθμολογίες |
| γενική | της | βαθμολογίας | των | βαθμολογιών |
| αιτιατική | τη | βαθμολογία | τις | βαθμολογίες |
| κλητική | βαθμολογία | βαθμολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθμολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βαθμολογία θηλυκό
- ο βαθμός που έβαλε σε κάποιον ή κάτι ένας βαθμολογητής
- οι βαθμοί που έχουν συγκεντρώσει οι συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.