τρέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρέπω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾe.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρέπω

Ρήμα

τρέπω

  1. (μεταβατικό) στρέφω, γυρίζω προς, διευθύνω προς
  2. (μεταβατικό) μετατρέπω, αλλάζω

Εκφράσεις

  • τρέπω (κάποιον) σε φυγή: αναγκάζω έναν αντίπαλο να υποχωρήσει τρέχοντας, κατανικώ

Σύνθετα

 ετυμολογικό πεδίο 
τρεπ- τροπ- τραπ- 

τρεπ- & δείτε τα συγγενικά τους

τροπ-

τραπ-

διαφορετικού ετύμου

Κλίση

  • λόγιες μετοχές (αρχαία ελληνικά) - παθητική φωνή
    • μετοχή παθητικού ενεστώτα: τρεπόμενος
    • μετοχή παθητικού αορίστου: τραπείς-τραπείσα-τραπέν (εκείνος που είχε τραπεί, που ετράπη, που τράπηκε)
    • σύνθετο της μετοχής παθητικού παρακειμένου: επιτετραμμένος του επιτρέπομαι

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  τρέπω   τρέπομαι 
Παρατατικός  ἔτρεπον   ἐτρεπόμην 
Μέλλοντας  τρέψω    τρέψομαι, τραπήσομαι 
Αόριστος  ἔτρεψα   ἐτρεψάμην, ἐτραπόμην, ἐτρέφθην, ἐτράπην 
Παρακείμενος  τέτροφα, ελληνιστική τέτρᾰφα   τέτραμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐτετράμμην 
Συντελ.Μέλλ.  τετράψομαι 

Ετυμολογία

τρέπω < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < κληρονομημένο από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *trep- (γυρίζω, στρέφω) Δείτε και *terkʷ-
Θέματα: ισχυρό θέμα τρεπ- και κατά μετάπτωση τραπ- (όπως εὐτράπελος), καθ' ετεροίωση τροπ- (όπως τρόπος)[1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

τρέπω

  1. στρέφω ή κατευθύνω προς κάτι
      4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 44
    Τοὺς μὲν γὰρ ὑποδεέστερον πράττοντας ἐπὶ τὰς γεωργίας καὶ τὰς ἐμπορίας ἔτρεπον, εἰδότες τὰς ἀπορίας μὲν διὰ τὰς ἀργίας γιγνομένας, τὰς δὲ κακουργίας διὰ τὰς ἀπορίας·
    Έτσι, όσους είχαν κάπως μικρή περιουσία τους έστρεφαν στη γεωργία και στο εμπόριο, επειδή γνώριζαν ότι η φτώχεια προέρχεται από την ανεργία και οι κακές πράξεις από τη φτώχεια.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greeklanguage.gr
  2. μετατρέπω, μεταβάλλω, αλλάζω, μεταστρέφω
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1260 (1260-1261)
    εἰς γέλων | τὸ πρᾶγμ᾽ ἔτρεψας,
    το γυρνάς στο αστείο,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
  3. αποτρέπω, απομακρύνω, εμποδίζω
  4. (για νου, σκέψη, γνώμη) αλλάζω, τρέπω σε άλλη διεύθυνση
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 61
    Ὣς εἰπὼν ἔτρεψεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως,
    Οι ορθοί του λόγοι εγύρισαν την γνώμην του αδελφού του,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
  5. αναγκάζω κάποιον να τραπεί σε φυγή, κατατροπώνω
  6. ανατρέπω, αναποδογυρίζω
  7. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
  8. (στην παθητική φωνή) (για κατάρες) ας πέσουν στο κεφάλι μου
  9. (στην παθητική φωνή) μεταβάλλομαι, υφίσταμαι αλλαγές
  10. (στην παθητική φωνή) τρέπομαι σε κάτι
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 114.1
    ὡς οὐδὲν ὑπήκουον οἱ Μήλιοι, πρὸς πόλεμον εὐθὺς ἐτρέποντο
    αφού οι Μήλιοι δεν είχαν ενδώσει σε τίποτε, άρχισαν αμέσως τις επιχειρήσεις.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  11. μεσοπαθητική φωνή:
    1. τρέπομαι σε φυγή, ηττώμαι
        1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 21.7
      καὶ τοὺς μὲν φθάσας πρὶν αἰσθέσθαι τῶν πολεμίων ἀπέκτεινε, τοὺς δ᾽ ἀμυνομένους ἐτρέψατο,
      άλλους από τους εχθρούς πρόφτασε και σκότωσε πριν να τον αντιληφθούν, άλλους πάλι, που προσπάθησαν να του αντισταθούν, τους έτρεψε σε φυγή.
      Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greeklanguage.gr
    2. (για τόπο) είμαι στραμμένος προς κάποια κατεύθυνση, βλέπω προς κάποιο μέρος
    3. αφοσιώνομαι σε κάτι, επιδίδομαι σε κάτι
    4. κατευθύνομαι, στρέφομαι προς κάποια διεύθυνση
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 19.2
      αὐτίκα πυρὰ ἀνακαυσάμενοι ἐτρέποντο πρὸς τὰ πρόβατα.
      αμέσως άναψαν φωτιές και ρίχτηκαν στα κοπάδια.
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr

  • δωρικός τύπος & ιωνικός τύπος: τράπω
  • τρωπάω ή τροπάω: ποιητική μορφή του τρέπω
  • τροπέω:  συνώνυμα: του τρέπω

Σύνθετα

  • ἀνατρέπω
  • ἀντρέπω
  • ἀποτρέπω
  • διατρέπω
  • ἐκτρέπω
  • ἐνεπιτρέπω
  • ἐντρέπω
  • ἐπανατρέπω
  • ἐπιπεριτρέπω
  • ἐπιτρέπω
  • εἰστρέπομαι
  • κατατρέπω
  • μετατρέπω
  • μετατρέπομαι
  • παρατρέπω
  • παρεκτρέπω
  • πεδατρέπω
  • περιτρέπω
  • προσανατρέπω
  • προαποτρέπομαι
  • προσεπιτρέπω
  • προστρέπω
  • προτρέπομαι
  • προτρέπω
  • συμμετατρέπω
  • συμπεριτρέπω
  • συμπροτρέπω
  • συνανατρέπω
  • συναποτρέπω
  • συνδιατρέπομαι
  • συνεπιτρέπω
  • συντρέπω
  • ὑπανατρέπω
  • ὑπεκτρέπω
  • ὑπερεκτρέπομαι
  • ὑποτρέπομαι

Συγγενικά

τρεπ-

  • ἀδιάτρεπτος
  • ἀμετάτρεπτος
  • ἀνατρεπτέον
  • ἀνατρεπτέος
  • ἀνατρεπτικός
  • ἀνεντρέπτως
  • ἀνεπιτρέπτως
  • ἀπαράτρεπτος
  • ἀπερίτρεπτος
  • ἀποτρεπτέον
  • ἀποτρεπτικός
  • ἀπότρεπτος
  • ἀπότρεψις
  • ἄτρεπτος
  • διατρεπτικός
  • δυσανάτρεπτος
  • δυσαπότρεπτος
  • δυσμετάτρεπτος
  • δυσπαράτρεπτος
  • δυσπερίτρεπτος
  • ἐντρεπτικός
  • ἐπιτρεπτέον
  • ἐπιτρεπτέος
  • ἐπιτρεπτικός
  • εὐανάτρεπτος
  • εὐέντρεπτος
  • εὐμετάτρεπτος
  • εὐπαράτρεπτος
  • εὐπερίτρεπτος
  • εὐτρεπής
  • εὔτρεπτος
  • κατατρεπτικῶς
  • περιτρεπτικῶς
  • πολύτρεπτος
  • προτρέπτης
  • προτρεπτικός
  • θεότρεπτος
  • τρεπτέον
  • τρεπτέος
  • τρεπτικός
  • τρεπτός
  • τρεπτότης
  • τρέψις

τροπ-

  • ἀδικότροπος
  • ἀλλοιοτροπέω
  • ἀλλοιότροπος
  • ἀμετάτροπος
  • ἀνατροπή
  • ἀνατροπεύς
  • ἀπερίτροπος
  • ἀποτροπάδην
  • ἀποτρόπαιος
  • ἀποτροπή
  • ἀποτροπάομαι
  • ἀποτροπία
  • ἀποτροπίασμα
  • ἀποτρόπιος
  • ἀπότροπος
  • ἀρτίτροπος
  • δολιότροπος
  • δίτροπος
  • ἐκτροπή
  • ἐκτρόπιον
  • ἔκτροπος
  • ἐντροπή
  • ἐντροπία
  • ἐντροπικός
  • ἐπιτροπή
  • ἐπιτροπεία
  • ἐπιτροπία
  • ἐπιτροπικός
  • ἐπίτροπος
  • ἑτερότροπος
  • εὐτροπία
  • ἰδιοτροπία
  • καινοτροπία
  • κακοτροπέω
  • κακοτροπεύομαι
  • κακοτροπία
  • κατατροπόω
  • μετακατατροπή
  • μετατροπεύω
  • μετατροπή
  • μετατροπία
  • μετάτροπος
  • μονοτροπέω
  • μονοτροπία
  • μονότροπος
  • οἰνοτροπικοί
  • ὁμοιοτροπία
  • ὁμοιότροπος
  • παλαιοτροπία
  • παλαιότροπος
  • παλιντροπής
  • παλιντροπία
  • παλίντροπος
  • πάντροπος
  • παρατροπέω
  • περιτροπέω
  • περιτροπή
  • περίτροπος
  • πολυτροπία
  • πολύτροπος
  • προστροπή
  • προτροπή
  • σεμνοτροπία
  • συνεπιτροπεύω
  • συνεπίτροπος
  • ὑπαναιρέω
  • τροπικός
  • τροπίας
  • τροπόω
  • ὑποτροπάζω
  • ὑποτροπίη
  • ὑποτροπικός
  • ὑποτρόπιον
  • τροπαῖον
  • τρόπαιον

τραπ-

  • ἀτραπιτός
  • ἀτραπίζω
  • ἀτραπός
  • δυστραπελία
  • δυστράπελος
  • ἐκτράπελος
  • ἐκτράπω
  • ἐντράπελος
  • ἐπιτραπέω
  • εὐτράπελος
  • εὐτραπέλως
  • εὐτραπής
  • εὔτραπλος
  • παλιντραπελία
  • παλιντράπελος
  • τραπέω
  • τραπητέον
  • τραπητέος
  • τραπητός
  • τραπελός
  • τραπέμπαλιν

Κλίση

  • λείπει η κλίση
  • αιολικός τύπος: αόριστος ἔτροπον
  • επικός τύπος: αόριστος ἔτραπον
  • ιωνικός τύπος & επικός τύπος: παθητικός αόριστος ἐτράφθην
  • ιωνικός τύπος: απαρέμφατο τραφθῆναι
  • τραπείομεν: επικός τύπος υποτακτική αντί για τραπῶμεν

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.