ἀδιάτρεπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀδιάτρεπτος | τὸ | ἀδιάτρεπτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀδιατρέπτου | τοῦ | ἀδιατρέπτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀδιατρέπτῳ | τῷ | ἀδιατρέπτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀδιάτρεπτον | τὸ | ἀδιάτρεπτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀδιάτρεπτε | ἀδιάτρεπτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀδιάτρεπτοι | τὰ | ἀδιάτρεπτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀδιατρέπτων | τῶν | ἀδιατρέπτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀδιατρέπτοις | τοῖς | ἀδιατρέπτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀδιατρέπτους | τὰ | ἀδιάτρεπτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀδιάτρεπτοι | ἀδιάτρεπτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδιατρέπτω | τὼ | ἀδιατρέπτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδιατρέπτοιν | τοῖν | ἀδιατρέπτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀδιάτρεπτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ακίνητος, αμετακίνητος, αμετάβλητος
- (ελληνιστική κοινή) (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων
Παράγωγα
- ἀδιατρέπτως (επίρρημα)
- ἀδιατρεψία
Πηγές
- ἀδιάτρεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.