μετατρέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετατρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετατρέπω < μετα- + τρέπω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική convertir[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈtɾe.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐τρέ‐πω
Ρήμα
μετατρέπω, αόρ.: μετέτρεψα, παθ.φωνή: μετατρέπομαι, π.αόρ.: μετατράπηκα
Συγγενικά
- αμετάτρεπτα
- αμετάτρεπτος
- αμετατρέπτως
- αμετατρεψία
- δυσμετάτρεπτος
- ευμετάτρεπτος
- μετατρεπτέος
- μετατρεπτικός
- μετατρεπτός
- μετατρέψιμος
- μετατρεψιμότητα
- μετατροπέας
- μετατροπή
- μετατροπία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετατρέπω | μετέτρεπα | θα μετατρέπω | να μετατρέπω | μετατρέποντας | |
| β' ενικ. | μετατρέπεις | μετέτρεπες | θα μετατρέπεις | να μετατρέπεις | μετάτρεπε | |
| γ' ενικ. | μετατρέπει | μετέτρεπε | θα μετατρέπει | να μετατρέπει | ||
| α' πληθ. | μετατρέπουμε | μετατρέπαμε | θα μετατρέπουμε | να μετατρέπουμε | ||
| β' πληθ. | μετατρέπετε | μετατρέπατε | θα μετατρέπετε | να μετατρέπετε | μετατρέπετε | |
| γ' πληθ. | μετατρέπουν(ε) | μετέτρεπαν μετατρέπαν(ε) |
θα μετατρέπουν(ε) | να μετατρέπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετέτρεψα | θα μετατρέψω | να μετατρέψω | μετατρέψει | ||
| β' ενικ. | μετέτρεψες | θα μετατρέψεις | να μετατρέψεις | μετάτρεψε | ||
| γ' ενικ. | μετέτρεψε | θα μετατρέψει | να μετατρέψει | |||
| α' πληθ. | μετατρέψαμε | θα μετατρέψουμε | να μετατρέψουμε | |||
| β' πληθ. | μετατρέψατε | θα μετατρέψετε | να μετατρέψετε | μετατρέψτε | ||
| γ' πληθ. | μετέτρεψαν μετατρέψαν(ε) |
θα μετατρέψουν(ε) | να μετατρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετατρέψει | είχα μετατρέψει | θα έχω μετατρέψει | να έχω μετατρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετατρέψει | είχες μετατρέψει | θα έχεις μετατρέψει | να έχεις μετατρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετατρέψει | είχε μετατρέψει | θα έχει μετατρέψει | να έχει μετατρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετατρέψει | είχαμε μετατρέψει | θα έχουμε μετατρέψει | να έχουμε μετατρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετατρέψει | είχατε μετατρέψει | θα έχετε μετατρέψει | να έχετε μετατρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετατρέψει | είχαν μετατρέψει | θα έχουν μετατρέψει | να έχουν μετατρέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετατρέπομαι | μετατρεπόμουν(α) | θα μετατρέπομαι | να μετατρέπομαι | ||
| β' ενικ. | μετατρέπεσαι | μετατρεπόσουν(α) | θα μετατρέπεσαι | να μετατρέπεσαι | ||
| γ' ενικ. | μετατρέπεται | μετατρεπόταν(ε) | θα μετατρέπεται | να μετατρέπεται | ||
| α' πληθ. | μετατρεπόμαστε | μετατρεπόμαστε μετατρεπόμασταν |
θα μετατρεπόμαστε | να μετατρεπόμαστε | ||
| β' πληθ. | μετατρέπεστε | μετατρεπόσαστε μετατρεπόσασταν |
θα μετατρέπεστε | να μετατρέπεστε | μετατρέπεστε | |
| γ' πληθ. | μετατρέπονται | μετατρέπονταν μετατρεπόντουσαν |
θα μετατρέπονται | να μετατρέπονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετατράπηκα | θα μετατραπώ | να μετατραπώ | μετατραπεί | ||
| β' ενικ. | μετατράπηκες | θα μετατραπείς | να μετατραπείς | μετατρέψου | ||
| γ' ενικ. | μετατράπηκε | θα μετατραπεί | να μετατραπεί | |||
| α' πληθ. | μετατραπήκαμε | θα μετατραπούμε | να μετατραπούμε | |||
| β' πληθ. | μετατραπήκατε | θα μετατραπείτε | να μετατραπείτε | μετατραπείτε | ||
| γ' πληθ. | μετατράπηκαν μετατραπήκαν(ε) |
θα μετατραπούν(ε) | να μετατραπούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μετατραπεί | είχα μετατραπεί | θα έχω μετατραπεί | να έχω μετατραπεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μετατραπεί | είχες μετατραπεί | θα έχεις μετατραπεί | να έχεις μετατραπεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μετατραπεί | είχε μετατραπεί | θα έχει μετατραπεί | να έχει μετατραπεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετατραπεί | είχαμε μετατραπεί | θα έχουμε μετατραπεί | να έχουμε μετατραπεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μετατραπεί | είχατε μετατραπεί | θα έχετε μετατραπεί | να έχετε μετατραπεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετατραπεί | είχαν μετατραπεί | θα έχουν μετατραπεί | να έχουν μετατραπεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μετατρέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μετατρέπω
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μετατρέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετατρέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.