σατράπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σατράπης οι σατράπες
      γενική του σατράπη των σατραπών
    αιτιατική τον σατράπη τους σατράπες
     κλητική σατράπη σατράπες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σατράπης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σατράπης

Ουσιαστικό

σατράπης αρσενικό

  1. (ιστορία) (στην αρχαία Περσία) ο διοικητής μιας σατραπείας (επαρχίας του περσικού κράτους)
  2. (μεταφορικά) αυταρχικός και τυραννικός άνθρωπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις




Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾰτρᾰπα-
ονομαστική σατράπης οἱ σατράπαι
      γενική τοῦ σατράπου τῶν σατραπῶν
      δοτική τῷ σατράπ τοῖς σατράπαις
    αιτιατική τὸν σατράπην τοὺς σατράπᾱς
     κλητική ! σατράπη σατράπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σατράπ
γεν-δοτ τοῖν  σατράπαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σατράπης < (άμεσο δάνειο) ιρανικής προέλευσης (παλαιάς ιρανικής) *xšaθra-pā/ă- Συγγενή: αρχαία περσική 𐎧𐏁𐏂𐎱𐎠𐎺𐎠 (xšaçapāvā, προστάτης του βασιλείου ή της επαρχίας) < 𐎧𐏁𐏂𐎶 (xšaça-, βασίλειο, επαρχία) + 𐎱𐎠𐎮𐎹 (√pā, προστατεύω)

Ουσιαστικό

σατράπης σᾰτρᾰπ- αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.