αποτρέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτρέπω < ἀπό + τρέπω

Ρήμα

αποτρέπω (παθητική φωνή: αποτρέπομαι)

  1. εμποδίζω μια δυσάρεστη εξέλιξη
     συνώνυμα: αποσοβώ
    η έγκαιρη επέμβαση της Πυροσβεστικής απέτρεψε την εξάπλωση της πυρκαγιάς
  2. προσπαθώ να πείσω κάποιον να μην κάνει μια συγκεκριμένη ενέργεια
    ήθελε να πάει για ψάρεμα με τέτοιο καιρό, αλλά τον απέτρεψα
     αντώνυμα: προτρέπω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.