επιτετραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιτετραμμένος | η | επιτετραμμένη | το | επιτετραμμένο |
| γενική | του | επιτετραμμένου | της | επιτετραμμένης | του | επιτετραμμένου |
| αιτιατική | τον | επιτετραμμένο | την | επιτετραμμένη | το | επιτετραμμένο |
| κλητική | επιτετραμμένε | επιτετραμμένη | επιτετραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιτετραμμένοι | οι | επιτετραμμένες | τα | επιτετραμμένα |
| γενική | των | επιτετραμμένων | των | επιτετραμμένων | των | επιτετραμμένων |
| αιτιατική | τους | επιτετραμμένους | τις | επιτετραμμένες | τα | επιτετραμμένα |
| κλητική | επιτετραμμένοι | επιτετραμμένες | επιτετραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιτετραμμένος < ἐπιτετραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου (ἐπιτέτραμμαι) του ρήματος ἐπιτρέπω < για να αποδοθεί στα ελληνικά ο διπλωματικός βαθμός chargé d’affaires
Μετοχή
επιτετραμμένος
- ο επιφορτισμένος, ο υπεύθυνος, που του έχει ανατεθεί μια συγκεκριμένη ευθύνη, που εκπροσωπεί (που του επιτρέπονται πολλές πρωτοβουλίες)
- (διπλωματία) επιτετραμμένος είναι εκείνος που εκπροσωπεί σε μια ξένη χώρα τη δική του και αναπληρώνει τον πρεσβευτή ή που θεωρείται πρεσβευτής ως επικεφαλής μικρής διπλωματικής αποστολής σε χώρα όπου η δική του δεν εκπροσωπείται σε επίπεδο πρεσβείας
Μεταφράσεις
επιτετραμμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.