εὐτράπελος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εὐτράπελος < αρχαία ελληνική εὐτράπελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
εὐτράπελος
- που γυρίζει ή αλλάζει εύκολα
- που είναι επιδέξιος στο να αλλάζει την κουβέντα
- ετοιμόλογος
- ευτράπελος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.