προτρεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτρεπτικός η προτρεπτική το προτρεπτικό
      γενική του προτρεπτικού της προτρεπτικής του προτρεπτικού
    αιτιατική τον προτρεπτικό την προτρεπτική το προτρεπτικό
     κλητική προτρεπτικέ προτρεπτική προτρεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτρεπτικοί οι προτρεπτικές τα προτρεπτικά
      γενική των προτρεπτικών των προτρεπτικών των προτρεπτικών
    αιτιατική τους προτρεπτικούς τις προτρεπτικές τα προτρεπτικά
     κλητική προτρεπτικοί προτρεπτικές προτρεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προτρεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτρεπτικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική exhortatif [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.tɾe.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προτρεπτικός

Επίθετο

προτρεπτικός, -ή, -ό

  1. που προτρέπει σε κάτι
     αντώνυμα: αποτρεπτικός
  2. (γραμματική) που εκφράζει προτροπή
    το μόριο «ας» είναι προτρεπτικό μόριο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τρέπω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.