ανατροπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατροπή οι ανατροπές
      γενική της ανατροπής των ανατροπών
    αιτιατική την ανατροπή τις ανατροπές
     κλητική ανατροπή ανατροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανατροπή < αρχαία ελληνική ἀνατροπή και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική renversement[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.tɾoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανατροπή

Ουσιαστικό

ανατροπή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, το αναποδογύρισμα αντικειμένου
    Διερευνώνται τα αίτια της ανατροπής της λέμβου των μεταναστών
  2. η αφαίρεση της εξουσίας
    Η ψηφοφορία μπορεί να οδηγήσει και στην ανατροπή της κυβέρνησης
    Ο Αλέκος Παναγούλης επεδίωξε την ανατροπή της χούντας
  3. απρόσμενη εξέλιξη
    Στο 90ο λεπτό όμως είχαμε ανατροπή

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.