μεταβάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταβάλλω < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω

Ρήμα

μεταβάλλω

  1. (μεταβατικό) αλλάζω κάτι, το κάνω να γίνει διαφορετικό από πριν
    μεταβάλλω άποψη
  2. τροποποιώ κάτι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.