επιτρέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιτρέπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐπιτρέπω

Ρήμα

επιτρέπω

  1. δίνω την άδεια ή τη δυνατότητα να γίνει κάτι
    η οικονομική μας κατάσταση δε μας επιτρέπει τέτοιες σπατάλες
  2. δείχνω ανοχή ή αδιαφορία απέναντι σε μια αρνητική εξέλιξη, δεν την εμποδίζω
    δε θα επιτρέψουμε να συμβεί αυτό το περιβαλλοντικό έγκλημα
  3. (σε εκφράσεις ευγενείας)
    Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω / Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω σε αυτό το θέμα.
    Αν μου επιτρέπετε, μπορώ να καπνίσω για λίγο.
  4. (στην παθητική φωνή, απρόσωπα)  δείτε τη λέξη επιτρέπεται

Εκφράσεις

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.