ἀτραπός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἀ˘τρᾰπ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἀτραπός | αἱ | ἀτραποί | |
| γενική | τῆς | ἀτραποῦ | τῶν | ἀτραπῶν | |
| δοτική | τῇ | ἀτραπῷ | ταῖς | ἀτραποῖς | |
| αιτιατική | τὴν | ἀτραπόν | τὰς | ἀτραπούς | |
| κλητική ὦ! | ἀτραπέ | ἀτραποί | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτραπώ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀτραποῖν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἀτραπός < ἀ- + τραπέω / τραπῶ (πατάω σταφύλια) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trep-eie/o, μηδενική βαθμίδα ενεστώτα του *trep- (ποδοπατώ)[1] Κατά τον Beekes, το ρήμα τραπέω (βαδίζω σταθερά) θα πρέπει να διαχωρίζεται από το ρήμα τρέπω (στρίβω, γυρίζω)[2]
Ουσιαστικό
ἀτραπός θηλυκό (ἀτρᾰπός)
- επικός τύπος : ἀταρπός
Εκφράσεις
Συγγενικά
- ἀτραπίζω
- πρότροπος (οἶνος)
- τραπητός (οἶνος)
→ και δείτε τη λέξη τραπέω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «τραπεώ», «τρέπω» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἀτραπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτραπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.