ανεπίτρεπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπίτρεπτος | η | ανεπίτρεπτη | το | ανεπίτρεπτο |
| γενική | του | ανεπίτρεπτου | της | ανεπίτρεπτης | του | ανεπίτρεπτου |
| αιτιατική | τον | ανεπίτρεπτο | την | ανεπίτρεπτη | το | ανεπίτρεπτο |
| κλητική | ανεπίτρεπτε | ανεπίτρεπτη | ανεπίτρεπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπίτρεπτοι | οι | ανεπίτρεπτες | τα | ανεπίτρεπτα |
| γενική | των | ανεπίτρεπτων | των | ανεπίτρεπτων | των | ανεπίτρεπτων |
| αιτιατική | τους | ανεπίτρεπτους | τις | ανεπίτρεπτες | τα | ανεπίτρεπτα |
| κλητική | ανεπίτρεπτοι | ανεπίτρεπτες | ανεπίτρεπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπίτρεπτος < (καθαρεύουσα) ἀνεπίτρεπτος < ελληνιστική κοινή ἀνεπιτρέπτ(ως) (αναδρομικός σχηματισμός) [1] Μορφολογικά, αν- στερητικό + επιτρεπτός
Επίθετο
ανεπίτρεπτος, -η, -ο'
- απαράδεκτος, που δεν επιτρέπεται από ηθική άποψη (για ενέργειες, όχι για έμψυχα)
- ↪ ανεπίτρεπτη συμπεριφορά
- ↪ ήταν ανεπίτρεπτη η εν κρυπτώ αλλαγή του νόμου για το "πόθεν έσχες"
Μεταφράσεις
ανεπίτρεπτος
Αναφορές
- ανεπίτρεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.