ανεπίτρεπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίτρεπτος η ανεπίτρεπτη το ανεπίτρεπτο
      γενική του ανεπίτρεπτου της ανεπίτρεπτης του ανεπίτρεπτου
    αιτιατική τον ανεπίτρεπτο την ανεπίτρεπτη το ανεπίτρεπτο
     κλητική ανεπίτρεπτε ανεπίτρεπτη ανεπίτρεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίτρεπτοι οι ανεπίτρεπτες τα ανεπίτρεπτα
      γενική των ανεπίτρεπτων των ανεπίτρεπτων των ανεπίτρεπτων
    αιτιατική τους ανεπίτρεπτους τις ανεπίτρεπτες τα ανεπίτρεπτα
     κλητική ανεπίτρεπτοι ανεπίτρεπτες ανεπίτρεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεπίτρεπτος < (καθαρεύουσα) ἀνεπίτρεπτος < ελληνιστική κοινή ἀνεπιτρέπτ(ως) (αναδρομικός σχηματισμός) [1] Μορφολογικά, αν- στερητικό + επιτρεπτός

Επίθετο

ανεπίτρεπτος, -η, -ο'

  • απαράδεκτος, που δεν επιτρέπεται από ηθική άποψη (για ενέργειες, όχι για έμψυχα)
    ανεπίτρεπτη συμπεριφορά
    ήταν ανεπίτρεπτη η εν κρυπτώ αλλαγή του νόμου για το "πόθεν έσχες"

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.